τασιενεργός

τασιενεργός
-ή, -ό, θηλ. και τασιενεργός, Ν
φρ. «τασιενεργα υλικά»
φυσ.-χημ. διάφορα υλικά, όπως σαπούνια, απορρυπαντικά κ.ά., τα οποία όταν διαλυθούν σε έναν ορισμένο διαλύτη, μεταβάλλουν την επιφανειακή τάση τού τελευταίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάση + ενεργός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. tensioactif].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”